μαγιανός

μαγιανός
μᾰγ-ιανός, ή, όν,
A inscribed with charms,

ψέλιον BGU1065.8

(pl., i A.D.), POxy. 259.12 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγιανός — μαγιανός, ή, όν (Α) (επιγρ. πάπ.) αυτός που έχει γραμμένα, ζωγραφισμένα επάνω του μάγια, ξόρκια ή μαγικά σημεία («μαγιανὸν ψέλιον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγος + κατάλ. ιανός (< λατ. κατάλ. ianus, πρβλ. christianus (χριστιανός), πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • μαγιανός — inscribed with charms masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”